Dictionary of Greek. 2013.
κατωθεός — ο ο κατά κάποιο τρόπο επίγειος θεός, ισχυρός προστάτης, χαμωθεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + θεός] … Dictionary of Greek
χαμοθεός — και χαμωθεός, ο, Ν ο σαν επίγειος θεός προστάτης, ισχυρός προστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + θεός] … Dictionary of Greek